- οπυάζομαι
- ὀπυάζομαι (Α)(αμφβλ. ποιητ. τ.) (για γυναίκα) παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπνίω / ὀπύω «παντρεύομαι», κατά τα ρ. σε -άζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπυασώμεθα — ὀπυάζομαι get married aor subj mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)